- κέρκιος
- κέρκιος, ὁ (Α)μσν.σφοδρός άνεμος που πνέει βορειοδυτικάαρχ.άνεμος θρασκίας* ή θρακίας*, κν. θρακιάς*, που πνέει από τη Θράκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cercius].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κέρκιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίους — κέρκιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίων — κέρκιον neut gen pl κέρκιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίῳ — κέρκιον neut dat sg κέρκιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκιον — neut nom/voc/acc sg κέρκιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)